καλκάνι

καλκάνι
το камбала

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καλκάνι" в других словарях:

  • καλκάνι ή ρόμβος — Τελεόστεα ψάρια της οικογένειας των βοθιδών, τα οποία έχουν χαρακτηριστικό ρομβοειδές και επίπεδο σχήμα. Σχεδόν όλα τα ψάρια της ομάδας χρησιμοποιούν μόνο το μάτι που βρίσκεται από τη μία πλευρά του σώματος (αριστερή), το χρώμα της οποίας μοιάζει …   Dictionary of Greek

  • καλκάνι — το 1. είδος ψαριού 2. ναυτ. η κορώνη τού πλοίου 3. (για οικοδομές) τα τρίγωνα τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalkan] …   Dictionary of Greek

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • ψήττα — η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι αρχ. (με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ …   Dictionary of Greek

  • calcan — CALCÁN1, calcani, s.m. Peşte de mare cu corpul rombic, turtit lateral şi asimetric, având ambii ochi pe partea stângă şi solzi lungi, tari pe burtă şi pe spate; peşte de mare (Scophthalmus maeoticus). – Din tc. kalkan [baitği]. Trimis de… …   Dicționar Român

  • ρόμβος — ο 1. (γεωμ.), κάθε μη ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που έχει και τις τέσσερις πλευρές του ίσες. 2. το παιδικό παιχνίδι σβούρα. 3. Το ψάρι καλκάνι. 4. (ναυτ.), καθεμιά από τις 32 διαιρέσεις του ανεμολόγιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»